- ἡσυχάζει
- ἡσυχάζωkeep quietpres ind mp 2nd sgἡσυχάζωkeep quietpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιουδαίος — ο, θηλ. α (ΑΜ Ἰουδαῑος) 1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα 2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος» α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.… … Dictionary of Greek
αλώφητος — ἀλώφητος και φοτος, ον (Α) [λωφῶ] αυτός που δεν λουφάζει, δεν ησυχάζει, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
ανάνετος — ἀνάνετος, ον (Α) [ἄνετος] ο δίχως άνεση, αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, ο ανήσυχος … Dictionary of Greek
ανήσυχος — η, ο (Μ ἀνήσυχος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία 2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος 3. άτακτος 4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια 5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή… … Dictionary of Greek
αστήριχτος — η, ο (AM ἀστήρικτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στήριγμα 2. ο αβάσιμος, αυτός που δεν στηρίζεται σε σταθερά επιχειρήματα αρχ. 1. αυτός που κινείται συνέχεια, αυτός που δεν ησυχάζει καθόλου 2. ο ανερμάτιστος, όποιος δεν έχει αρκετές γνώσεις … Dictionary of Greek
ασύχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ησυχάζει ή που δεν μπορεί να ησυχάσει (να διακόψει τη δουλειά ή να κοιμηθεί) 2. αδιάκοπος, συνεχής 3. άτακτος, ζωηρός … Dictionary of Greek
δυσπαρηγόρητος — η, ο (Α δυσπαρηγόρητος, ον) απαρηγόρητος αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει 2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται … Dictionary of Greek
ημερόβιος — α, ο (Α ἡμερόβιος, ον) 1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον γένος εντόμων τής οικογένειας ημεροβιίδες νεοελλ. 1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος 2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και ησυχάζει κατά τη… … Dictionary of Greek
ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) … Dictionary of Greek
θαματροχεί — θαματροχεῖ (Α) βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, δεν ησυχάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά «συχνά», «πυκνά» + τροχώ (< τροχός), πρβλ. αμα τροχώ] … Dictionary of Greek